ουρισμα

ουρισμα
    οὔρισμα
    -ατος τό ион. = ὅρισμα См. ορισμα

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "ουρισμα" в других словарях:

  • ούρισμα — οὔρισμα, τὸ (Α) ιων. τ. βλ. όρισμα …   Dictionary of Greek

  • οὔρισμα — ὅρισμα boundary neut nom/voc/acc sg (ionic) οὔρισμα boundary line neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • όρισμα — το (Α ὅρισμα, ιων. τ. οὔρισμα) [ορίζω] νεοελλ. φρ. «όρισμα μιγαδικού αριθμού» μαθημ. η γωνία η οποία σχηματίζεται μεταξύ τού άξονα τών πραγματικών αριθμών και τής ακτίνας που συνδέει την αρχή τών ορθογώνιων συντεταγμένων με ένα σημείο τού… …   Dictionary of Greek

  • οὐρίσματα — ὅρισμα boundary neut nom/voc/acc pl (ionic) οὔρισμα boundary line neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»